μειοδοσία

μειοδοσία
η самое экономичное, выгодное предложение (подрядчика);

§ πράξη εθνικής μειοδοσίας — акт, граничащий с национальным предательством


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μειοδοσία" в других словарях:

  • μειοδοσία — η 1. η ενέργεια τού μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος 2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας 3. φρ. «εθνική μειοδοσία» η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων τής πατρίδας του …   Dictionary of Greek

  • μειοδοσία — η η προσφορά μικρότερης τιμής σε διαγωνισμό για κατασκευή έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειοδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μειοδοσία ή αυτός που αποβλέπει σε αυτήν 2. αυτός που γίνεται με μειοδοσία (α. «μειοδοτική δημοπρασία» β. «μειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... μειοδοτικώς και μειοδοτικά με μειοδοτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτικός — ή, ό αυτός που γίνεται με μειοδοσία: Προκηρύχθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»